- αναπλειστηρίαζω
- -ασα, -άστηκα, -ασμένος, ξανακάνω πλειστηριασμό που ματαιώθηκε ή ακυρώθηκε: Αναπλειστηριάστηκε το ακίνητο, γιατί ο προηγούμενος πλειστηριασμός ακυρώθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.